I'm a killer, not a woodman - Ineedacode7

Halloween, η ημέρα των πνευμάτων, η ημέρα που τα παιδιά ντύνονται με τις στολές τους και γυρίζουν τις γειτονιές για νόστιμα γλυκά. Τρία παιδιά το ένα ντυμένο σαν βρικόλακας, το άλλο σαν λυκάνθρωπος και το τρίτο σαν μούμια περπατούσαν σε ένα πεζοδρόμια στην ερημιά. "Παιδιά νομίζω έχει πάει αργά" είπε το παιδί που ήταν ντυμένο σαν βρικόλακας. Γύρω τους υπήρχαν μόνο μικρά λοφάκια γεμάτα κίτρινα φύλλα και μπροστά τους ο ατελείωτος δρόμος. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος, μα το δυνατό φως της πανσέληνου διαπερνούσε τα σύννεφα. " Πρέπει να βιαστούμε" του αποκρίθηκε το παιδί που ήταν ντυμένο σαν λυκάνθρωπος. Αύξησαν το βάδην τους με σκοπό να φτάσουν πιο γρήγορα στο σπίτι. Αντίκρισαν όμως κάτι που τους έκανε να σταματήσουν να περπατάνε. Ένα δρομάκι που οδηγούσε σε ένα πυκνό δάσος ξεπρόβαλε μπροστά τους. "Έχετε ξαναδεί αυτόν τον δρόμο?" ρώτησε η "μούμια". Οι δύο φίλοι του, κούνησαν καταφατικά το κεφάλι τους. "Θέλετε μήπως να πάμε από εκεί, έτσι κι αλλιώς τα σπίτια μας είναι από την άλλη μεριά του δάσους και έχουμε ήδη αργήσει" είπε εκείνος. "Δεν ξέρω Matt, μου φαίνεται κάπως επικίνδυνο" του απάντησε ένας από τους φίλους του. Ο Matt τους κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα και άρχισε να περπατάει με αργά αλλά αποφασίστηκα βήματα προς το δρομάκι. "Όπως θέλετε κότες. Εγώ δεν κάθομαι να φάω τιμωρία" τους αποκρίθηκε και συνέχισε να περπατάει. Οι δύο φίλοι του κοιταχτήκαν μεταξύ τους και ξεκίνησαν το τρέξιμο προς το μέρος του. "Ε περίμενε" του φώναξαν. Ο Matt δεν τους απάντησε, συνέχισε να περπατάει, με αποτέλεσμα να μπει μέσα στο δάσος. "Δεν έχω μπει ποτέ στο δάσος" είπε ένας από τους φίλους του, o "βρικόλακας" την στιγμή που έφτασε δίπλα του. "Ούτε εγώ, αλλά υπάρχει πάντα πρώτη φορά" του απάντησε ο Matt. Οι τρεις νέοι συνέχισαν να περπατάνε στο σκοτεινό δρομάκι μέσα στο δάσος. Μπροστά τους ξεπρόβαλε ένα δυνατό φως. Ξεκίνησαν να περπατάνε πιο γρήγορα για να δουν τι ήταν. Αυτό που αντίκρισαν ήταν μια σειρά χαραγμένων κολοκύθων με φως , δεξιά και αριστερά του δρόμου, ενώ πάνω στα δέντρα ήταν κρεμασμένες παιδικές κούκλες . Μερικές κούκλες δεν είχαν μάτια, άλλες δεν είχαν πόδια, άλλες δεν είχαν και τα δύο. "Μην φοβάστε, λογικά δουλειά των παιδιών από το λύκειο είναι για να τρομάξουν τα πιο μικρά παιδιά" είπε ο Matt για να καθησυχάσει τους φίλους του που φαινόντουσαν ταραγμένοι. Η σειρά με τις κολοκύθες τελείωσε, ο δρόμος μπροστά τους να είναι πάλι σκοτεινός. Αλλά εκείνοι ακάθεκτοι συνέχισαν περπατάνε. Ένας από αυτούς κοίταξε πίσω για να δει τα φώτα, μα για έκπληξη του, δεν υπήρχε τίποτα. "Παιδιά για κοιτάξτε λίγο" τους είπε σταματώντας το περπάτημα. Εκείνοι σταμάτησαν και κοίταξαν. "Που πήγαν τα φώτα?" τους ρώτησε. Κάθισαν και οι τρις τους παγωμένοι και κοιτούσαν το σκοτάδι. "Λέω να συνεχίσουμε πιο γρήγορα" είπε ταραγμένος ο Matt. Γύρισαν τα βλέμματα στο δρόμο μπροστά τους και συνέχισαν να περπατάνε πιο γρήγορα. Από τα δέντρα δεξιά τους πετάχτηκε στον δρόμο ένας άνδρας με ένα τσεκούρι. Ξεκίνησαν να τσιρίζουν φοβισμένοι. "Τι πάθατε παιδιά?" τους ρώτησε. "Μην μας σκοτώσεις" του φώναξαν και οι τρεις κάνοντας βήματα προς τα πίσω. Εκείνος ξεκίνησε να γελάει. " Να σας σκοτώσω? Ξυλοκόπος είμαι, όχι δολοφόνος" τους είπε προσπαθώντας να τους κάνει να ηρεμήσουν. "Λες αλήθεια?" τον ρώτησε ο Matt. " Ναι, μην φοβάστε" του απάντησε. "Μήπως ξέρετε αν είναι ακόμα πολύ μακριά ο δρόμος για την έξοδο από το δάσος?" τον ρώτησε ένας από τα παιδιά. "Έχετε λίγο δρόμο ακόμα, μα σε μερικά λεπτά θα είστε έξω" απάντησε εκείνος. "Σας ευχαριστούμε πολύ" είπε ο Matt. "Δεν κάνει τίποτα" του αποκρίθηκε ο ξυλοκόπος και χάθηκε στο δάσος. Τα παιδιά συνέχισαν το περπάτημα. "Πολύ περίεργος αυτός ο δρόμος" είπε το παιδί που ήταν ντυμένος σαν βρικόλακας. " Εδώ θα συμφωνήσω" του αποκρίθηκε το παιδί που ήταν ντυμένο σαν λυκάνθρωπος. Την διαδρομή τους την διέκοψε άλλη μια έκπληξη, ο άνδρας με το τσεκούρι ξαναεμφανίστηκε μπροστά τους. "Ξυλοκόπε?" απόρησε ο Matt. "Συγγνώμη παιδιά, εγώ δεν είμαι ξυλοκόπος αλλά δολοφόνος" τους απάντησε σηκώνοντας το τσεκούρι του. Τα παιδιά άρχισαν να φωνάζουν από φόβο. Ο δολοφόνος έπεσε στο πάτωμα και από πίσω του βρισκόταν ένας άνθρωπος ολόιδιος με αυτόν. "Συγγνώμη παιδιά που έπρεπε να το δείτε αυτό αλλά θα σας σκότωνε αν δεν το έκανα" τους είπε. Τα παιδιά αγκαλιάστηκαν μεταξύ τους και συνέχισαν να φωνάζουν. "Φωνάξτε όσο θέλετε αλλά να ξέρετε ότι αυτός είναι ο μόνος δρόμος για την έξοδο" τους είπε βγάζοντας το πτώμα από το μονοπάτι. Οι τρεις φίλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και άρχισαν να τρέχουν. Έτρεχαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, σαν άλογα στην άγρια δύση, τρέχανε μαζί με τον άνεμο. "Παιδιά" φώναξε ο Matt που δεν μπορούσε να ανασάνει από το τρέξιμο. "Ναι?" του απάντησαν οι άλλοι δύο. "Γιατί τρέχουμε?" τους ρώτησε. "Δεν ξέρω" του απάντησαν εκείνοι. Σταμάτησαν και οι τρεις να τρέχουν. "Δεν είναι ανάγκη να βιαζόμαστε, έχουμε χρόνο να πάμε σπίτι" τους είπε ο Matt. "Τότε γιατί πήραμε αυτό το δρομάκι?" τον ρώτησε ο φίλος του που ήταν ντυμένος σαν βρικόλακας. "Γιατί είναι ο μόνος δρόμος για το σπίτι, κάθε μέρα το παίρνουμε. Δεν θυμάσαι?" απόρησε ο Matt. "Σωστά" του αποκρίθηκε εκείνος και ξεκίνησε να περπατάει. Λίγα μέτρα μπροστά τους υπήρχε ένα σπίτι. "Παιδιά, το βλέπετε? Μπορεί ο άνθρωπος που κατοικεί εκεί να μας οδηγήσει σπίτι μας" είπε το παιδί που ήταν ντυμένο βρικόλακας. Ο Matt τον κοίταξε σοβαρά. "Δεν πιστεύεις ότι αυτό είναι λίγο επικίνδυνο?" τον ρώτησε. "Πιο επικίνδυνο από το να κυκλοφορούν τρία παιδιά τέτοια ώρα στο δάσος?" του απάντησε με μια άλλη ερώτηση εκείνος. "Matt, έχει ένα δίκιο" είπε το τρίτο παιδί. Ο Matt τους κοίταξε και τους δύο. "Λοιπόν, αν μας απαγάγουν θα φταίτε εσείς" τους είπε πλησιάζοντας κι άλλο το σπίτι. Το σπίτι που έμοιαζε πολύ περίεργο στην όψη. Ήταν καφέ και είχε μικρές πολύχρωμες πετρούλες στους τοίχους. Άσπρες κολώνες και κόκκινη σκεπή. Ο Matt πήγε να χτυπήσει την πόρτα και το χέρι του λερώθηκε. "Παιδιά, η πόρτα είναι φτιαγμένη από σοκολάτα" είπε στους δύο φίλους του γλείφοντας το χέρι του. Η πόρτα άνοιξε. Από πίσω της ήταν μια ψηλή παχουλή γυναίκα. Είχε μια μακριά μύτη με μια κρεατοελιά πάνω και φορούσε ένα μαύρο καπέλο. "Γεια σας παιδάκι, τι κάνετε τέτοια ώρα εδώ?" τους ρώτησε. "Έχει πάει αργά και θέλουμε να πάμε σπίτι μας αλλά δεν ξέρουμε πόσο μεγάλο είναι το δάσος" της απάντησε ο Matt. " Μα δεν περνάτε κάθε μέρα από εδώ?" τους ρώτησε εκείνη. "Περνάμε?" απόρησε ο Matt. "Περάστε στο σπίτι μου αν θέλετε να σας φιλέψω κάτι" τους αποκρίθηκε ανοίγοντας την πόρτα. "Θα περάσουμε αν μας υποσχεθείς ότι δεν είσαι μάγισσα" είπε ο νεαρός που ήταν ντυμένος σαν Βαμπίρ. Η γυναίκα χαμογέλασε. "Φυσικά παιδιά μου" του απάντησε. Ο Matt και το "βαμπίρ" μπήκαν στο σπίτι. "Εγώ μπερδεύτηκα πάντως" είπε ακλουθώντας ο τρίτος. Τα παιδιά πήγαν και κάθισαν στο τραπέζι στο σαλόνι. "Έχω γλυκά, θέλετε να σας φέρω λίγα?" τους ρώτησε η κυρία. "Φυσικά" φώναξαν. Μέσα σε δευτερόλεπτα το τραπέζι είχε γεμίσει με λιχουδιές. Ξεκίνησαν να τρώνε. Τρώγανε για πολύ ώρα, μέχρι να σκάσουν. "Δεν μπορώ να νιώσω το στομάχι μου" είπε χαχανίζοντας ο Matt. "Εγώ νυστάζω" του ο άλλος. Τα βλέφαρα τους ήταν βαριά. Ήταν πολύ κουρασμένοι. "Ξέρετε τώρα παιδιά τι χρειάζεστε? Ένα καλό μπανάκι" τους είπε η γυναίκα. "Έχει δίκιο" είπε ο "βρικόλακας". "Έχει δίκιο?" ρώτησε ο Matt. "Εγώ ακόμα δεν έχω καταλάβει που είμαστε" τους είπε ο τρίτος. "Ελάτε καλά μου παιδιά" είπε η γυναίκα. Σηκωθήκαν και οι τρεις και πήγαν στο διπλανό δωμάτιο. Εκεί βρισκόταν η γυναίκα ανακατεύοντας το νερό ενός τεράστιου μαύρου τσουκαλιού που βρισκόταν πάνω σε μια φωτιά. "Μπείτε καλά μου παιδιά για να ετοιμαστεί το δείπνο" τους είπε. Εκείνοι μπήκαν μέσα στην τσουκάλα. "Είναι ζεστά εδώ μέσα" είπε χαχανίζοντας ο "λυκάνθρωπος". "Μισό λεπτό να φέρω και τα άλλα υλικά και επιστρέφω παιδιά μου, μην φύγετε" είπε η γυναίκα και βγήκε από το δωμάτιο. "Να σας ρωτήσω παιδιά, μας είπε να μην φύγουμε?" απόρησε το παιδί που ήταν ντυμένο λυκάνθρωπος. "Ναι" του απάντησε ο Matt. "Είμαστε στην εφηβεία?" συνέχισε τις ερωτήσεις εκείνος. "Ναι" του απάντησε πάλι ο Matt. "Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε αντιδραστικοί και κάνουμε το αντίθετο από ότι μας λένε?" τους ρώτησε εκείνος. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και βγήκαν από την τσουκάλα και μετά το παράθυρο. "Το πιστεύετε ότι θα καθόμασταν να γίνουμε τροφή μιας μάγισσας άμα ήμασταν σοβαροί ενήλικες?" ρώτησε ο Matt τους φίλους του καθώς απομακρυνόντουσαν από το σπίτι. "Ευτυχώς που είμαστε και οι 2 ατίθασοι έφηβοι" του απάντησε ο φίλος του που ήταν ντυμένος ως βαμπίρ. "Κάτσε τρεις δεν ήμασταν?" απόρησε εκείνος. "Νομίζω ότι μόνο δύο ήμασταν" του απάντησε εκείνος κοιτάζοντας γύρω του. "Σωστά" είπε ο Matt και συνέχισε να περπατάει. "Τι κάνεις μόνος σου στο δάσος νεαρέ?" είπα στον Matt που ερχόταν προς το μέρος μου. "Θέλω να πάω σπίτι μου" μου απάντησε. "Το ξέρεις ότι είναι επικίνδυνο να κυκλοφορείς μόνος τέτοια ώρα ?" τον ρώτησα. Εκείνος κοίταξε δεξιά και αριστερά . "Έχεις δίκιο" μου απάντησε. "Δεν πειράζει. Έτσι κι αλλιώς δεν κινδυνεύεις. Τουλάχιστον δεν κινδυνεύεις αν δεν θέλω να κινδυνέψεις" του αποκρίθηκα. "Τι εννοείς?" απόρησε. "Τι εννοώ? Εννοώ ότι κάθε βήμα και κάθε λέξη που είπες σήμερα ήταν εξαιτίας μου" του απάντησα. "Είσαι... ο θεός?" με ρώτησε σαστισμένα. "Μπορείς να με αποκαλείς έτσι κι ας είναι κακός χαρακτηρισμός. Είμαι συγγραφέας κι εσύ απλά ένας χαρακτήρας μου" του είπα. Ο Matt έκανε ένα βήμα πίσω φοβισμένος. "Αυτά που λες είναι βλακείες. Είσαι τρελός" μου φώναξε. "Δεν είναι περίεργο που δεν έχεις καμία ανάμνηση από την ζωή σου πέρα από αυτά που έκανες σήμερα? Δεν είναι περίεργο που μόνο εσύ έχεις όνομα και όχι οι άλλοι 2 φίλοι σου που ξέχασες ότι υπάρχουν και τώρα τους θυμήθηκες?" τον ρώτησα. Ο Matt έπεσε στα γόνατα και έπιασε το κεφάλι του. "Τι πιστεύεις ότι είναι πιο τρομακτικό? Τα φαντάσματα? Τα βαμπίρ? Ο θάνατος? Η το γεγονός ότι είσαι παγιδευμένος σε μια ιστορία και θα ζεις κάθε φορά που κάποιος την διαβάζει τα ίδια γεγονότα, για πάντα?" τον ρώτησα. "Σταμάτα" μου φώναξε και άρχισε να τρέχει προς τα πάνω μου. "Λες βλακείες θα σε σταματήσω, δεν με ελέγχεις, θα σου δείξ......


Halloween, η ημέρα των πνευμάτων, η ημέρα που τα παιδιά ντύνονται με τις στολές τους και γυρίζουν τις γειτονιές για νόστιμα γλυκά. Τρία παιδιά το ένα ντυμένο σαν βρικόλακας, το άλλο σαν λυκάνθρωπος και το τρίτο σαν μούμια περπατούσαν σε ένα πεζοδρόμια στην ερημιά. "Παιδιά νομίζω έχει πάει αργά" είπε το παιδί που ήταν ντυμένο σαν βρικόλακας. Γύρω τους υπήρχαν μόνο μικρά λοφάκια γεμάτα κίτρινα φύλλα και μπροστά τους ο ατελείωτος δρόμος. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος, μα το δυνατό φως της πανσέληνου διαπερνούσε τα σύννεφα. " Πρέπει να βιαστούμε" του αποκρίθηκε το παιδί που ήταν ντυμένο σαν λυκάνθρωπος....

Comment