Freezing Moon - GeorgeMetalman

Η μεγάλη μέρα έφτασε. Μαζευτήκαμε με την παρέα μου για να πάμε στο αγαπημένο μας στέκι. Εκεί γιορτάζαμε κάθε χρόνο τη βραδιά του Halloween. Βάζαμε τις στολές μας, και πηγαίναμε να πιούμε και να ακούσουμε τραγούδια που επαινούσαν την μεγάλη αυτή γιορτή. Στη συνέχεια γυρίζαμε στο σπίτι μου για να κλείσουμε τη βραδιά με κάποια ταινία τρόμου.


Έτσι έγινε και φέτος. Τουλάχιστον αρχικά. Ο καθένας μας είχε ντυθεί ο αγαπημένος του φανταστικός χαρακτήρας. Ήμασταν εγώ, ο Τζόκερ(Πέτρος),ο Δράκουλας(Παναγιώτης),ο Ντόριαν Γκρέι(Γιάννης) και ο V από το V for Vendetta( Μάριος). Πήγαμε στο μαγαζί και παραγγείλαμε τα ποτά μας. Κάθε φορά ένιωθα περίεργα, επειδή ήμουν ο μόνος που έπινε αναψυκτικό αντί για αλκοόλ. Αφού ήπιαμε και χορέψαμε, πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Ως συνήθως ο Γιάννης και ο Μάριος διαφωνούσαν για το ποια ταινία θα βλέπαμε. Ενώ ο Πέτρος και ο Παναγιώτης έλεγαν τα γνωστά τους αστεία. Εγώ απλά τους άκουγα και γέλαγα. Ήμουν ο ήσυχος της παρέας. Μέσα στα γέλια μου όμως το μάτι μου πρόσεξε κάτι περίεργο. Λίγο πιο πέρα από το δρομάκι πρόσεξα κάτι μαύρα κάγκελα. «Ρε σεις τι είναι αυτό εκεί;» .Οι άλλοι γύρισαν και κοίταξαν προς την κατεύθυνση που έδειχνα. Πήγαμε πιο κοντά με γρήγορους ρυθμούς. Μπροστά μας ήταν μια μεγάλη μαύρη καγκελόπορτα. Κοιτάξαμε μέσα και είδαμε ένα περίεργο σοκάκι. Ήταν σκοτεινά, αλλά στο τέλος του δρόμου φαινόταν ένα φως. Λίγα μέτρα από την πόρτα υπήρχε μια φωτεινή επιγραφή που έλεγε:"FREEZING MOON", με ένα βέλος να δείχνει προς το εσωτερικό.


«Δε θυμάμαι να έχω ξαναδεί αυτό το σημείο της περιοχής» ,είπα σιγανά. «Πρέπει να άνοιξε πρόσφατα», είπε ο Πέτρος. «Πάμε να το τσεκάρουμε;» «Τι λες ρε Πέτρο;», του είπε ο Μάριος, «Τέτοια ώρα δεν πάω κάπου που δεν έχω ξαναπάει». «Γιατί, φοβάσαι;» κορόιδεψε ο Γιάννης. «Εγώ θα ήθελα να ρίξω μια ματιά» πρόσθεσε ο Παναγιώτης. «Γιώργο τι λες;» «Γιατί όχι», απάντησα. «Λοιπόν, αφού θέλει και ο Γιώργος μπαίνουμε. Κι αν δε μας αρέσει φεύγουμε.» Συμφωνήσαμε με τον Πέτρο, μπήκαμε στο σοκάκι και αρχίσαμε να το περιεργαζόμαστε ενώ προχωρούσαμε. Δεν βλέπαμε σχεδόν τίποτα. Μάλιστα χρειάστηκε να ανάψουμε τους φακούς των κινητών μας. Το παραδέχομαι, υπήρχε κάτι το τρομακτικό στην ατμόσφαιρα αυτή. Προχωρήσαμε με γρήγορα βήματα και καθώς πλησιάσαμε είδαμε την πρόσοψη του κλαμπ. Ήταν στολισμένο με κολοκύθες, σκαλισμένες και αναμμένες. Στους τοίχους υπήρχαν μεγάλες φιγούρες μαγισσών, βρικολάκων, λυκανθρώπων και πολλών άλλων τρομακτικών πλασμάτων. Τα γράμματα "FREEZING MOON" έλαμπαν και δυνατή μουσική ακουγόταν από μέσα. «Καλό», σκέφτηκα. Ανοίξαμε και μπήκαμε. Το μέρος ήταν πολύ μεγαλύτερο απ' όσο φαινόταν απ' έξω. Ένα τεράστιο πλήθος μασκαρεμένων χόρευε, ενώ έπαιζε το "Halloween" από τους Helloween. Προχωρήσαμε και σταθήκαμε σε μια γωνία όρθιοι να παρατηρούμε τον χώρο στον οποίο βρισκόμασταν. Ο Πέτρος και ο Παναγιώτης μπήκαν γρήγορα στο πνεύμα και άρχισαν και αυτοί να χορεύουν. Ο Γιάννης κι εγώ τραγουδήσαμε το τραγούδι ενώ έπαιζε. Μόλις τελείωσε, εκείνος πήγε στο μπαρ να δει τι ποτά υπήρχαν. Μετά από λίγο γύρισε με μερικά σφηνάκια. Οι άλλοι ήπιαν, αλλά εγώ και ο Μάριος είχαμε ήδη πιει αρκετά. Πάντως πρέπει να ήταν δυνατό ποτό, γιατί και οι τρεις εκστασιάστηκαν. Άρχισαν να χορεύουν με μεγάλα κέφια. Εγώ και ο Μάριος καθόμασταν και τους κοιτάγαμε, λέγοντας από μέσα μας «Καλά που δεν ήπια». Κάποια στιγμή, το μάτι μου έπεσε σε μια κοπέλα που χόρευε. Ήταν ψηλή, μελαχρινή και φόραγε δερμάτινα ρούχα. Χωρίς να ξέρω γιατί, έμεινα να την κοιτάζω για μερικά λεπτά. Ένιωθα ασφαλής, επειδή η μάσκα μου κάλυπτε εντελώς το πρόσωπό μου. Ήταν από ένα λεπτό μαύρο ύφασμα, το οποίο μου επέτρεπε να βλέπω τους άλλους, χωρίς να με βλέπουν. Αλλά όταν γύρισε και με κοίταξε εκείνη πάγωσα. Με έβλεπε; Κατάλαβε πως την κοιτούσα; Αφού κοιταχτήκαμε για λίγα δευτερόλεπτα, έστρεψα το βλέμμα μου αλλού.


«Μάριε, πρέπει να πάω στο μπάνιο» είπα. «ΟΚ George» μου απάντησε κάπως βαριεστημένα. Ήταν φανερό πως δεν ήταν ενθουσιασμένος που ήμασταν εκεί. Πήγα στην τουαλέτα και μετά έβγαλα τα γάντια μου για να πλύνω τα χέρια μου. Ενώ τα ξαναέβαζα, άνοιξε η πόρτα και μπήκε εκείνη μέσα. Σε αυτόν τον φωτισμό ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακή. Φαινόταν κάπως χλωμή. Βασικά αρκετά χλωμή. Είχε έντονα πράσινα μάτια, και κατακόκκινα χείλη. Μέσα από το δερμάτινο μπουφάν, είδα ένα μπλουζάκι με ένα περίεργο σύμβολο που δε φαινόταν ολόκληρο. Προσπάθησα να μην καρφωθώ και κοίταξα τον καθρέφτη. Την άκουσα να πλησιάζει.


«Ωραία στολή» άκουσα να λέει. Γύρισα ξαφνιασμένος και απάντησα: «Σε μένα μιλάς;» «Δεν υπάρχει κανένας άλλος εδώ», είπε γελώντας. «Τι ακριβώς είσαι;» «Το Φάντασμα του Μέλλοντος» απάντησα, «από τη Χριστουγεννιάτικη Ιστορία του Ντίκενς. Δεν το καταλαβαίνουν πολλοί.» «Δεν πειράζει», μου απάντησε χωρίς να σβήσει το χαμόγελό της. «Είναι κάτι σπάνιο. Και η στολή είναι πολύ πετυχημένη» «Ευχαριστώ» κατάφερα να πω. «Με λένε Νάντια» είπε και μου έδωσε το χέρι της. «Γιώργος» της απάντησα δίνοντας το δικό μου. «Μόνο που έτσι δε μπορώ να σε δω» μου είπε με ένα ελαφρύ παράπονο. «Θέλεις να με δεις;» ρώτησα. Η απάντηση που έδωσε με έκανε να νιώσω ακόμα μεγαλύτερη ντροπή:« Εσύ μια χαρά δε με έβλεπες πριν;» . Χωρίς να μπορέσω να βρω λόγια, κατέβασα την κουκούλα μου κι έβγαλα τη μάσκα, σκεπτόμενος: " τι έχω να χάσω".


Εκείνη ήρθε πιο κοντά και με κοιτούσε από πάνω προς τα κάτω. Τελικά βρήκα τα λόγια μου και πέταξα ένα ειρωνικό «Ευχαριστημένη;». Το χαμόγελό της έγινε ακόμα πιο πλατύ. «Αρκετά! Πάμε να σε κεράσω ένα ποτό;» «Συγνώμη, δεν πίνω.» «Κανένα πρόβλημα, δεν έχουμε μόνο αλκοόλ εδώ.» είπε κλείνοντας το μάτι. Μόλις βγήκαμε της ζήτησα να περιμένει μισό λεπτό για να μιλήσω στα παιδιά. «Τι έχασα;» ρώτησα το Μάριο. «Φίλε οι άλλοι έχουν γίνει τύφλα. Κοίτα τους». Είχε απόλυτο δίκιο. Ο Πέτρος, ο Γιάννης και ο Παναγιώτης είχαν απογειωθεί εντελώς με αυτά που είχαν πιει. Κοίταξα το δίσκο με τα σφηνάκια, και είδα ότι είχαν πιει και δεύτερο. «Άκου Μάριε, θέλω να πάω προς τα εκεί, να μιλήσω με μια κοπέλα. Μπορείς να μείνεις εδώ για λίγο; Δε θα αργήσω, το υπόσχομαι.» Από την έκφρασή του κατάλαβα πως δεν ενθουσιάστηκε. «Άντε πήγαινε, δε θέλω να στο χαλάσω.» Τον χτύπησα φιλικά στην πλάτη και γύρισα στη Νάντια. «Σε ακολουθώ»


Καθίσαμε στο μπαρ, και με ρώτησε τι ήθελα. Με μια ελαφριά ντροπή, της είπα Sprite. Φώναξε τον μπάρμαν και παρήγγειλε μια Sprite και μια τεκίλα για την ίδια. Αφού τσουγγρίσαμε, τη ρώτησα: «Πότε άνοιξε αυτό το μαγαζί;» Πάντα χαμογελαστή μου απάντησε: « Ταξιδεύουμε πολύ. Εδώ ήρθαμε πριν μερικές βδομάδες.» «Τι εννοείς ήρθατε; Ποιοι;» «Εγώ και οι φίλοι μου. Μαζί έχουμε αυτό το μαγαζί και πολλά άλλα.» «Μια χαρά. Έχετε και πολύ δουλειά βλέπω.» «Έτσι είναι. Και ειδικά σήμερα. Αυτή είναι η αγαπημένη μας μέρα του χρόνου.» « Και η δική μου», της είπα με χαμόγελο κι εγώ αυτή τη φορά. Τότε με κοίταξε επίμονα με τα πράσινα μάτια της. Εκείνη τη στιγμή ένιωθα σαν να μην μπορούσα να σταματήσω να την κοιτάω. Μου έδωσε το ποτήρι της και μου ζήτησε να πιω μια γουλιά. Ήθελα να της πω ξανά ότι δεν έπινα, αλλά δεν μπορούσα. Όσο την κοιτούσα κατάματα δεν με άφηνε να το κάνω. Πήρα το ποτήρι και ήπια μια γρήγορη. «Κι άλλο» είπε ήρεμα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ήπια και μια δεύτερη που ήταν πιο δυνατή. Άρχισα να νιώθω κάτι που δεν είχα ξανανιώσει. Ίδρωσα. Σαν να μην άκουγα τη μουσική που έπαιζε. «Νιώθω περίεργα» κατάφερα να πω. «Έτσι πρέπει», αποκρίθηκε. « Έλα μαζί μου.»


Την ακολούθησα σε μια σκάλα που οδηγούσε σε μια κόκκινη πόρτα. Την άνοιξε και μου έκανε νόημα να περάσω. Αφού μπήκαμε την άκουσα να κλειδώνει. Ένιωθα τόσο αλλόκοτα, που δε μπορούσα καλά-καλά να μιλήσω. Κάποια στιγμή έβγαλα ένα αδύναμο «Οι φίλοι μου...». «Μην ανησυχείς, περνάνε τόσο καλά που δεν θα προσέξουν ότι λείπεις.» Τότε τράβηξε μια κουρτίνα και η Πανσέληνος φώτισε το δωμάτιο. «Μου αρέσει το Φεγγάρι» ψιθύρισε, « Εσένα;» Πρόσεξα μια μικρή αλλαγή στη φωνή της. Σαν να είχε γίνει πιο άγρια. Χωρίς να δώσω μεγάλη σημασία έγνεψα καταφατικά ενώ κοίταγα το Φεγγάρι. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα έναν σουβλερό πόνο σαν δαγκωνιά στο λαιμό μου.


Το πρωί ξύπνησα αλλά ένιωθα πολύ εξαντλημένος. Τα θυμόμουν όλα αμυδρά. Που βρισκόμουν; Σηκώθηκα και συνειδητοποίησα πως ήμουν σπίτι μου, στον καναπέ του σαλονιού. Οι φίλοι μου ήταν σωριασμένοι στο χαλί και κοιμόντουσαν βαριά. Τότε πήρε το μάτι μου τον Μάριο ο οποίος ήταν ξύπνιος κι έβλεπε μια από τις ταινίες που είχαμε πάρει. «Μάριε; Τι έγινε; Πότε ήρθαμε εδώ;» ρώτησα με ένα μεγάλο χασμουρητό. Σταμάτησε την ταινία και στράφηκε προς το μέρος μου. « Καλά ξυπνητούρια. Πως είσαι;» «Νιώθω πολύ κουρασμένος.» «Λογικό. Είχες έντονη βραδιά!» Χαμογέλασε πονηρά. «Τι εννοείς; Τι έκανα;»


«Έλα τώρα Γιωργάκη που δε θυμάσαι! Και μου είπες ότι δε θα αργούσες κιόλας!»


«Πες μου σε παρακαλώ, το μυαλό μου είναι θολό».


«ΟΚ χαλάρωσε. Λοιπόν κάποια στιγμή σε είδα να ανεβαίνεις κάτι σκάλες με το κορίτσι που μου έλεγες. Να σου πω την αλήθεια σε ζήλεψα. Μετά από αρκετή ώρα κατέβηκες, αλλά δε μπορούσες να πάρεις τα πόδια σου. Μέχρι τότε, οι άλλοι είχαν σταματήσει το χορό και ήταν σε παρόμοια κατάσταση. Με τα χίλια ζόρια κατάφερα να σας βγάλω έξω και να φύγουμε από το δρομάκι του μαγαζιού. Τότε κάλεσα τον αδερφό σου και ήρθε και μας πήρε με το αμάξι. Με το που μπήκατε σπίτι, πέσατε όλοι ξεροί. Η μάνα σου ευτυχώς έδειξε κατανόηση.»


«Ωωωωχ τι θα της πω τώρα;»


«Καταρχήν ηρέμησε. Πήγαινε ρίξε λίγο νερό στο πρόσωπό σου».


«Καλή ιδέα».


Πήγα στο μπάνιο και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Δεν μου πήρε πολύ να παρατηρήσω το σημάδι στο λαιμό μου. Ήταν δύο μικρές τρύπες. Είχα άλλες δύο και στο χέρι μου. Μόλις τις άγγιξα, σχεδόν αμέσως το μυαλό μου ξεθόλωσε και άρχισα να θυμάμαι πιο καθαρά. Ήρθαν οι εικόνες στο μυαλό μου. Αφού με δάγκωσε, έπεσα και δε μπορούσα να κουνηθώ. Μετά μου είπε: «Σε κέρασα. Τώρα θα με κεράσεις εσύ.» Και μετά την είδα. Πώς είχε αλλάξει η έκφρασή της. Τα μάτια της γυάλιζαν και τα δόντια της ήταν... ήταν... όχι! Δε μπορεί! Αποκλείεται! Έτρεξα και τα είπα όλα στο Μάριο. Για να με πιστέψει του έδειξα και τα σημάδια. Εκείνος δεν ήξερε τι να πει. Μετά ξύπνησαν οι άλλοι και τα είπα και σε αυτούς. Αλλά δεν ξέρω αν πείστηκαν. Τότε ο Παναγιώτης είπε: «Κοίτα, μπορούμε να βγάλουμε τις στολές και να το συζητήσουμε με πιο καθαρό μυαλό;» Όλοι συμφωνήσαμε. Ενώ έβγαζα την υπόλοιπη στολή μου, ένιωσα κάτι σε μια τσέπη. Την άνοιξα και βρήκα ένα κομμάτι χαρτί. Πάνω έγραφε: «Δεν τελειώσαμε. Θα σε δω σύντομα».

Comment